διαμανθάνω
[δι]αμαντεία
διαμαντεύομαι
διάμαξος
διαμάρανσις
διαμαρτάνω
διαμάρτημα
διαμάρτησις
διαμαρτητέον
διαμαρτία
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρία
διαμαρτύρομαι
διαμαρυκάομαι
διαμᾰσάομαι
διαμάσημα
διαμάσησις
διαμασητέον
διαμασητόν
διαμασσάομαι
διαμάσσω
διαμαστιγόω
διαμαστίγωσις
διαμαστίζω
†διάμαστος·
διαμαστροπεύω
διαμασχᾰλίζω
διαμαχετέον
διαμαχέω
διαμάχη
διαμάχησις
διαμαχητέον
διαμαχίζομαι
διαμάχομαι
διαμάω
διάμβαρ
διαμβλώττω
διαμεγέθης
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεϊστί
†διαμελεοί·
διαμελετάω
διαμελίζομαι
διαμελίζω
διαμελισμός
διαμελίστρια
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμεμερισμένως
διάμεμπτος
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερές
διαμερής
διαμέρησις
διαμερίζω
διαμέρισις
διαμέρισμα
διαμερισμός
διαμεριστής
διαμερίστριος
διάμεσος
διάμεστος
διαμεστόω
διαμετρέω